σταμνιά — η, Ν [στάμνα] ποσότητα υγρού που χωράει σε μια στάμνα … Dictionary of Greek
σταμνί' — σταμνία , σταμνίας Wine jar masc voc sg σταμνία , σταμνίας Wine jar masc nom sg (epic) σταμνίαι , σταμνίας Wine jar masc nom/voc pl σταμνίᾱͅ , σταμνίας Wine jar masc dat sg (attic doric aeolic) σταμνία , σταμνίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφορεαφόρος — ἀμφορεαφόρος, ο (ΑΜ) αυτός που φέρει, που βαστάζει αμφορείς με νερό, σταμνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο «εκ συναρπαγής» από την αιτ. ἀμφορέα (αιτ. τού ἀμφορεὺς) + φόρος < φέρω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφορεαφορῶ] … Dictionary of Greek
κατασταμνίζω — (Α) 1. μεταγγίζω κρασί από βυτίο σε μικρότερο πήλινο αγγείο 2. φρ. «οἶνος κατεσταμνισμένος» κρασί σε σταμνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σταμνίζω (< στάμνος), πρβλ. συ σταμνίζω] … Dictionary of Greek
σμικρός — Αθηναίος αγγειογράφος του πρώιμου ερυθρόμορφου ρυθμού, που άκμασε στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Σώζονται δυο ενυπόγραφα σταμνιά, από τα οποία το καλύτερο βρίσκεται σε μουσείο των Βρυξελλών κι εικονίζει ένα συμπόσιο του με φίλους του, αυλητρίδες και … Dictionary of Greek
Άλκοτ, Λουίζ Μέι — (Louise May Alcott, 1832 – 1888). Αμερικανίδα μυθιστοριογράφος. Ήταν κόρη του παιδαγωγού Έιμος Μπρόνσον Άλκοτ. Σε νεαρή ηλικία έγραψε τα Παραμύθια των λουλουδιών, προορισμένα να διαβαστούν από τη μικρή κόρη του Pαλφ Έμερσον, φίλου και συνεργάτη… … Dictionary of Greek
Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας — Το μουσείο, που βρίσκεται στους Βώρους Ηρακλείου, ιδρύθηκε το 1973 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μεσσαράς και λειτουργεί από το 1988. Το 1992 έλαβε ειδική διάκριση από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του μουσείου, μίας… … Dictionary of Greek